- μεταγραπτέον
- μεταγραπτέον,A one must correct, alter,
μ. τὸ χρόνον χρόνῳ Plu.2.1006d
, cf. Gal.18(1).135.II Adj. μεταγραπτέος, α, ον, = transcripticius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μ. τὸ χρόνον χρόνῳ Plu.2.1006d
, cf. Gal.18(1).135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.